ΡΟΗ

6/recent/ticker-posts

Γιατί οι ηλικιωμένοι προτιμούν γενόσημα φάρμακα και οι γονείς επιλέγουν για τα παιδιά τους πρωτότυπα



Μιλάει ο Νίκος Πολύζος, καθηγητής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, επιβλέπων της ερευνητικής ομάδας.


"Προτίμηση" των Ελλήνων στα πρωτότυπα φάρμακα στις παιδικές ηλικίες και στα γενόσημα στις μεγαλύτερες, δείχνουν τα στοιχεία πρόσφατης μελέτης, που διενεργήθηκε από ερευνητές του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.

Από τη μελέτη προκύπτει πως ο στόχος χρήσης γενοσήμων φαίνεται να επιτυγχάνεται στις συσκευασίες, που καταναλώθηκαν ως πέρυσι εξωνοσοκομειακά, αφού αυξήθηκε από το 15% που ήταν στο παρελθόν, σε 30%. Η δαπάνη, ωστόσο, για τα γενόσημα διατηρείται στο 16% της συνολικής, καθώς τα πρωτότυπα σκευάσματα είναι και πιο ακριβά.

  
Ενδεικτικό είναι πως το 2015 είχαν διατεθεί στην ελληνική αγορά (εκτός νοσοκομείων) 47,5 εκατομμύρια "κουτιά" (εμβαλάγια) γενοσήμων φαρμάκων, τα οποία έφτασαν πέρυσι στα 73 εκατομμύρια. Η συνολική δαπάνη για τα γενόσημα ήταν 565 εκατομμύρια ευρώ και έφτασε στα 785 εκατομμύρια.

Μικρότερη ήταν η αύξηση στη χρήση πρωτοτύπων φαρμάκων, με την κατανάλωση να διαμορφώνεται πέρυσι στα 170 εκατομμύρια "κουτιά", έναντι 154 εκατομμυρίων το 2015. Η δαπάνη για τα πρωτότυπα ήταν 3 δισ. ευρώ και έφτασε στα 3,8 δισεκατομμύρια.

Από αυτά αφαιρούνται οι συμμετοχές των ασθενών και οι επιστροφές των εταιρειών. Στο σύνολο των δαπανών του ΕΟΠΥΥ, το 17% αφορά γενόσημα και το 83% πρωτότυπα φάρμακα.

Αξιοσημείωτο είναι πως η ζήτηση για πρωτότυπα φάρμακα στα παιδιά είναι 86% και στις άλλες ηλικίες κυμαίνεται από 71% έως 72%. Στους άνω των 60 ετών, τα γενόσημα αφορούν το 30% της ζήτησης.

Γιατί επιλέγουν

"Οι διαφορές αυτές σχετίζονται με το ότι στις παιδικές ηλικίες οι γονείς προτιμούν τα πρωτότυπα, για τα οποία δεν υπάρχουν ίσως πολλές επιλογές σε γενόσημα", εξηγεί ο Νίκος Πολύζος (φωτογραφία), καθηγητής Διοίκησης Οργάνωσης Υπηρεσιών Υγείας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, επιβλέπων της ερευνητικής ομάδας.

Σύμφωνα με τον κ. Πολύζο, στις ηλικίες άνω των 60 ετών, λαμβάνονται κυρίως φάρμακα κατά τις λιπιδαιμίας και της υπέρτασης, για τα οποία υπάρχουν διαθέσιμα πολλά γενόσημα. Οι ηλικιωμένοι τα προτιμούν, καθώς είναι μειωμένη η συμμετοχή τους.

Για την κατανάλωση φαρμάκων στα νοσοκομεία, σε άλλη έρευνα, που έγινε, με την Ένωση Ασθενών Ελλάδας, υπό την ευθύνη του, ο καθηγητής σημειώνει πως το 2020 διατέθηκαν για φάρμακα 1,1 δισ. ευρώ και για φάρμακα εκτός νοσοκομείων 4,7 δισεκατομμύρια. Όπως αναφέρει, το 2009 η συνολική δαπάνη ήταν 7,5 δισ. (1,1 + 6,2 δισ.).

Η χρήση γενοσήμων στα νοσοκομεία είναι κάτω από 30%. Παρά την αύξηση στην κατανάλωση, η δαπάνη παραμένει κάτω από 20%, καθώς τα πρωτότυπα είναι πιο ακριβά.

Σχολιάζοντας τα ευρήματα της μελέτης, ο κ. Πολύζος υπογραμμίζει πως τα εξωνοσοκομειακά στοιχεία προέκυψαν από την ηλεκτρονική συνταγογράφηση, η οποία παρέχει πολύτιμα δεδομένα, όχι μόνο στους ερευνητές, αλλά και στον ΕΟΠΥΥ και σε όσους ασκούν πολιτική Υγείας.

Μεγάλες ανισότητες

Ο καθηγητής αναφέρει χαρακτηριστικά πως τα στοιχεία αποκαλύπτουν κρίσιμες παραμέτρους της φαρμακευτικής (και όχι μόνο) δαπάνης. Μεταξύ αυτών, είναι το στοιχείο πως 11 μεγάλα νοσοκομεία έχουν το ένα τρίτο της κατανάλωσης των νοσοκομειακών φαρμάκων του ΕΣΥ.

Ο έλεγχος - διευκρινίζει - των μεγάλων συνταγογραφήσεων στα μεγάλα νοσοκομεία ή στις μεγάλες θεραπευτικές κατηγορίες μπορεί να δώσει πολύτιμα συμπεράσματα σε σχέση με την ανάγκη αλλαγής πολιτικών. "Πρέπει να αξιολογούμε τα στοιχεία μήνα με τον μήνα, βάζοντας και το ΕΣΥ στο σύστημα", λέει.

Σε σχέση με την αυξητική τάση που σημειώνεται στην κατανάλωση φαρμάκων, ο κ. Πολύζος αναφέρει πως η πανδημία έχει συμμετοχή, ενώ εφαρμόζονται μερικώς τα θεραπευτικά πρωτόκολλα. Επισημαίνει, επίσης, πως δεν εφαρμόζονται μέτρα, όπως το "price volume agreements" ("θέλω τόσα, πληρώνω τόσο"), που υπάρχει στο εξωτερικό - από τη κοινωνική ασφάλιση εξωνοσοκομειακά - και από το ΕΣΥ νοσοκομειακά.

Βάζει, δε, στην εξίσωση και τον "προσωπικό γιατρό", λέγοντας πως πάνω από το 50% των φαρμάκων συνταγογραφούνται από δύο ειδικότητες οι οποίες συμμετέχουν στον θεσμό: παθολόγοι και γενικοί γιατροί. Εάν προστεθούν και οι καρδιολόγοι, το ποσοστό φτάνει στο 75%. "Μπορεί να γίνεται έλεγχος σε αυτές τις ειδικότητες, μέσω και του προσωπικού γιατρού", επισημαίνει.


Πηγή : iatronet