ΡΟΗ

6/recent/ticker-posts

Προς αναβολή η εκδίκαση από το ΣτΕ της αίτησης ακύρωσης που ζήτησαν φαρμακαποθήκες

Αφορά την απόφαση που έλαβε ο ΕΟΦ στις 14 Φεβρουαρίου 2019.


Για αναβολή, όπως φαίνεται, πάει η εκδίκαση από το Συμβούλιο της Επικρατείας της αίτησης ακύρωσης που έχουν ζητήσει δύο φαρμακαποθήκες καθώς και ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Φαρμακαποθηκαρίων κατά της απόφασης που έλαβε ο ΕΟΦ στις 14/2/2019.


Αναφερόμαστε στην απόφαση που έλαβε ο Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων στις 14/2/2019, σύμφωνα με την οποία επέβαλε την απαγόρευση εξαγωγών σε 77 σκευάσματα ευρείας χρήσης. Πρόκειται για φάρμακα που αφορούν το σακχαρώδη διαβήτη, την υπέρταση ή το κυκλοφορικό. Απαγορεύσεις που ο ΕΟΦ έκρινε επιβεβλημένες για λόγους διασφάλισης της Δημόσιας Υγείας, όπως εξηγεί στην απόφασή του.

Σε συνομιλία που είχαμε με δικηγόρο εκπρόσωπο εταιρείας που έχει αιτηθεί την ακύρωση της απόφασης του ΕΟΦ, μας ανέφερε ότι η εκδίκαση της υπόθεσης είχε οριστεί για τις 11/6/2019 από το τμήμα ‘’Δ-Πενταμελής Α’’. Ωστόσο, υπάρχει ένα μικρό ενδεχόμενο, το οποίο και θα αποφασιστεί σήμερα, αύριo, για το αν τελικώς θα καταφέρει το αρμόδιο τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας να συζητήσει την αίτηση του θεσμικού οργάνου του κλάδου.

Όσον αφορά τις τροποποιήσεις που έχουν επέλθει στην αρχική απόφαση (14/2/2019) του ΕΟΦ και συγκεκριμένα στις 20/3/2019 και 14/5/2019, όπου επήλθαν τροποποιήσεις με μερική άρση των εξαγωγών ή την προσθήκη νέων σκευασμάτων και αφαίρεση παλιών από τη λίστα, η πηγή μας, τόνισε ότι η αίτηση ακύρωσης που έχει κατατεθεί αφορά και τις επόμενες τροποποιητικές αποφάσεις του ΕΟΦ.

Παράγοντες από τον κλάδο, μας ανέφεραν ότι o ΕΟΦ, κάθε φορά που διαπιστώνει ελλείψεις στην αγορά, στοχοποιεί το παράλληλο εμπόριο που διεξάγεται από τις φαρμακαποθήκες ως δήθεν υπεύθυνο γι’ αυτές, με αλληλουχία αποφάσεων (που στη συνέχεια ανακαλεί: ενδεικτικά αρ. 67298/2010 & 70419/2010, 770103/2012, 82437/2012, 84323/2012, 97637/2014, 48938, 51480 &55168/2015), αντί να αναζητήσει τα πραγματικά αίτια των ελλείψεων και να γνωμοδοτήσει προς τον Υπουργό Υγείας την λήψη μέτρων για την αποκατάσταση της αγοράς, ή εν πάση περιπτώσει να κάνει χρήση των εναλλακτικών δυνατοτήτων (παράλληλες εισαγωγές) που του παρέχει ο νόμος.

Τα εμπειρικά δεδομένα, αναφέρεται στην αίτηση, οδηγούν στη διαπίστωση ότι οι ελλείψεις στην Ελλάδα προκαλούνται κυρίως:

● Από τους Κ.Α.Κ., οι οποίοι δεν διαθέτουν κατά καιρούς επαρκή αποθέματα προς πώληση προφασιζόμενοι διάφορους λόγους,

● Από διαπραγματευτικές πιέσεις για την επίτευξη του βέλτιστου για τους ΚΑΚ καθορισμού της τιμής του φαρμάκου από τον ΕΟΦ ως αρμόδιο όργανο

● Από την παράνομη διακίνηση και εξαγωγή φαρμακευτικών προϊόντων από φαρμακεία, ενώ θα έπρεπε να τα διαθέτουν στο κοινό, όπως έχουν νομική υποχρέωση προς τούτο.

Oι ελλείψεις στην αγορά δεν συνδέονται και δεν μπορούν να συνδέονται με το παράλληλο εμπόριο, επισημαίνεται στην αίτηση. Σύμφωνα με την καταγραφή που γίνεται στην αίτηση: (ακολουθεί απόσπασμα)

"Συνδέονται με την δυσαρέσκεια των Κ.Α.Κ., που προκαλείται από την διατίμηση του φαρμάκου σε ύψος που δεν τις ικανοποιεί, αφού οι τιμές καθορίζονται από την Ελληνική Πολιτεία, και η δημιουργία ελλείψεων είναι ένα διαπραγματευτικό μέσο πίεσης, διττώς μάλιστα αποτελεσματικό, αφού με αφορμή τις ελλείψεις επιτυγχάνεται και η απαγόρευση των εξαγωγών με αποφάσεις όπως η προσβαλλόμενη.

Ενδεικτικό είναι ότι η Πολιτεία με πρόσφατη νομοθετική πρωτοβουλία, άλλαξε τον τρόπο υπολογισμού της μέσης τιμής του φαρμάκου στην Ελλάδα, ώστε να κάνει την Ελληνική αγορά πιο ελκυστική για τους Κ.Α.Κ., και αυτοί να διαθέτουν μεγαλύτερες ποσότητες. Σε νομοθετικό επίπεδο φαίνεται η αντίληψη για τις αιτίες των ελλείψεων ότι είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα.

Η απαγόρευση των εξαγωγών καθίσταται λοιπόν ένα αλυσιτελές προς το σκοπό που επιδιώκεται μέτρο, αφού οι ελλείψεις προκαλούνται κυρίως για να αποκτηθεί διαπραγματευτικό πλεονέκτημα κατά τον καθορισμό των τιμών των φαρμάκων.

Περαιτέρω οι ελλείψεις αποτελούν και μια δικαιολογία (την οποία έχουν χρησιμοποιήσει κατά κόρον οι Κ.Α.Κ.), για να μην εκτελούν τις παραγγελίες προς τις φαρμακαποθήκες που δικαιούνται αυτές να λαμβάνουν, και για να αποφεύγουν ταυτόχρονα να ελέγχονται για παραβάσεις της νομοθεσίας του ανταγωνισμού, συμπεριλαμβανομένης της Ενωσιακής και των αποφάσεων των Δικαστηρίων (Εθνικών και Ενωσιακών).

Ένα άλλο ζήτημα που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι το, αν οι καταγγελίες περί ελλείψεων ερείδονται επί αντικειμενικών στοιχείων, ή αν τα στοιχεία είναι παραπλανητικά, δεδομένου ότι κατά την καταγραφή των ελλείψεων, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ποικίλοι παράγοντες, όπως:

● Καταγγελίες προς τους συλλόγους τους φαρμακοποιών που δεν λαμβάνουν πίστωση από τις φαρμακαποθήκες λόγω ληξιπρόθεσμων οφειλών προς αυτές και έτσι δεν έχουν επαρκή αποθέματα.

● Απότομη και συγκυριακή αύξηση των παραγγελιών και των πωλήσεων σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή με αποτέλεσμα την κακή κατανομή των αποθεμάτων στην Επικράτεια.

● Παρακράτηση αποθεμάτων από φαρμακεία, προκειμένου να τα εμπορεύονται ή και να τα εξάγουν παράνομα τα ίδια, ιδίως σε χώρες εκτός Ε.Ε., όπου είναι δυσχερής ο έλεγχος της διακίνησης (τέτοιες παραβάσεις έχουν διαπιστωθεί επανειλημμένως και από τον Ε.Ο.Φ.).

● Μη επαρκή έλεγχος και τήρηση των αποθεμάτων των φαρμάκων από τα νοσοκομεία κλπ, λόγω διοικητικών και άλλων προβλημάτων.

● Υπερσυνταγογράφηση ενός φαρμάκου και ούτω καθεξής."


Πηγή : iatronet