Γενετικές σαρώσεις για 10 συχνές νόσους δοκιμάζονται σε κλινική μελέτη, αναφέρουν ερευνητές του Broad Institute of MIT και του Harvard.
Γενετικά τεστ ακριβείας για 10 συχνές νόσους σχεδόν είναι έτοιμα για καθημερινή χρήση στο ιατρείο, αναφέρει νεα έρευνα.
Γενετικές σαρώσεις για 10 συχνές νόσους δοκιμάζονται σε κλινική μελέτη, αναφέρουν ερευνητές του Broad Institute of MIT και του Harvard.
Τα τεστ αξιολογούν το συγκεκριμένο γενετικό κίνδυνο ενός ανθρώπου για παθήσεις όπως κολπική μαρμαρυγή, καρκίνο μαστού, νεφρική νόσο, καρδιακή νόσο, υψηλή χοληστερόλη, καρκίνο προστάτη, άσθμα, διαβήτη 1 και 2 και παχυσαρκία.
Ο Niall Lennon, δήλωσε ότι με την έρευνα έγιναν τα πρώτα βήματα να δείξουν οι ερευνητές την πιθανή ισχύ αυτών των σκορ σε ποικίλο πληθυσμό.
Οι ερευνητές ελπίζουν μελλοντικά αυτού του είδους οι πληροφορίες να χρησιμοποιούνται στην προληπτική ιατρική για να βοηθούν ανθρώπους να λαμβάνουν μέτρα που θα μειώνουν τον κίνδυνο νόσου.
Οι ερευνητές εξέτασαν τα γενετικά σκορ σε ομάδα 25.000 ανθρώπων. Περίπου 1 στους 5 φάνηκε να έχουν υψηλό κίνδυνο για τουλάχιστον μια από 10 στοχευμένες νόσους.
Tα τεστ χρησιμοποιούνται τώρα για την αξιολόγηση του κινδύνου 25.000 συμμετεχόντων σε 10 ιατρικά κέντρα των ΗΠΑ.
Για καθεμία από τις 10 νόσους οι ερευνητές εντόπισαν και επαλήθευσαν ακριβή σημεία στο γονιδίωμα για ανάλυση σχετικά με το σκορ κινδύνου.
Περιελήφθησαν επίσης άνθρωποι διαφόρων γενετικών καταβολών.
Μέχρι τώρα τα περισσότερα τέτοια τεστ έχουν βασιστεί σε μεγάλο βαθμό σε γενετικά στοιχεία ανθρώπων ευρωπαϊκής καταγωγής.
Η ομάδα χρησιμοποίησε στοιχεία από το All of Us Research Program, που συλλέγει πληροφορίες υγείας από 1 εκατομμύριο ανθρώπους από διάφορα περιβάλλοντα των ΗΠΑ.
Τα νεα τεστ είναι καλύτερα στο να προσαρμόζουν το σκορ γενετικού κινδύνου με τη συγκεκριμένη καταγωγή.
Αν κάποιος ανήκει σε ομάδα υψηλού κινδύνου για μια νόσο θα εντοπιστεί ως υψηλού κινδύνου, άσχετα από το ποια είναι η γενετική του καταγωγή.
Οι ερευνητές αξιολόγησαν επίσης σκορ που δείχνουν κίνδυνο νόσου που θα μπορούσε να μειωθεί με αγωγές, εξετάσεις για τον εντοπισμό πρώιμης νόσου ή αλλαγές τρόπου ζωής.
Η έρευνα δημοσιεύτηκε στο Nature Medicine.
Πηγή : iatronet