ΡΟΗ

6/recent/ticker-posts

Ένα καλό «μνημόνιο» επιδιώκει ο Πανελλήνιος Φαρμακευτικός Σύλλογος

Σταθερός ο διάλογος με το υπουργείο Υγείας για ορισμένες διεκδικήσεις του κλάδου

Από τον Χαράλαμπο Πετρόχειλο

«Πέρα από τα κακά υπάρχουν και τα καλά μνημόνια», ανέφερε ο πρόεδρος του Πανελλήνιου Φαρμακευτικού Συλλόγου κ. Κυριάκος Θεοδοσιάδης μιλώντας κατά τη διάρκεια των εργασιών του 4ου Πανθεσσαλικού Φαρμακευτικού Συνεδρίου το οποίο πραγματοποιήθηκε με επιτυχία το Σαββατοκύριακο 17 και 18 Νοεμβρίου στη λίμνη Πλαστήρα και διοργανώθηκε από τους Φαρμακευτικούς Συλλόγους Μαγνησίας, Λάρισας, Τρικάλων και Καρδίτσας με την ευθύνη για τη διεξαγωγή του φέτος να ανήκει στο Φαρμακευτικό Σύλλογο Καρδίτσας.
Ο κ. Θεοδοσιάδης στην ομιλία του με θέμα «Το φαρμακείο στη νέα εποχή» προσπάθησε να δώσει τις βασικές κατευθύνσεις πάνω στις οποίες η διοίκηση του κλάδου κινείται για να σχεδιάσει το αύριο του ελληνικού φαρμακείου στη μεταμνημονιακή εποχή, τονίζοντας την ανάγκη όλα τα ζητήματα που απασχολούν τον κλάδο να μπουν σ’ ένα «καλό μνημόνιο» συνεργασίας μεταξύ του Πανελλήνιου Φαρμακευτικού Συλλόγου και του υπουργείου Υγείας, το οποίο, όπως είπε, «εάν υποστηριχθεί πέρα από τα συγκυβερνώντα κόμματα και από τα κόμματα της αντιπολίτευσης με την έννοια της διαχρονικής δέσμευσης θα ήταν κάτι θετικό». Αυτό άλλωστε σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΠΦΣ «είναι κάτι που γίνεται σε πολιτισμένες χώρες, σε χώρες που συζητούν οι φορείς και η εκτελεστική εξουσία».
Για τον κ. Θεοδοσιάδη πρέπει να υπογραφεί ένα μνημόνιο συμφωνίας και συνεργασίας που θα λέει ότι «το υπουργείο Υγείας και οι φαρμακοποιοί συμφωνούν ότι στα επόμενα 5 ή 10 χρόνια θα γίνουν συγκεκριμένα πράγματα με μία συγκεκριμένη λογική και προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση μέσα από το οποίο θα δεσμεύονται οι δύο πλευρές να υποστηρίξουν αυτή τη συμφωνία».
Πριν την αναφορά του στο τι θα πρέπει να περιλαμβάνει αυτό το μνημόνιο ο πρόεδρος του ΠΦΣ έκανε ένα πολύ σύντομο απολογισμό της περιόδου των μνημονίων με φανερή τη διάθεση αυτοκριτικής για τα λάθη που έγιναν από τους ίδιους τους φαρμακοποιούς.
Ως ένα από αυτά ο κ. Θεοδοσιάδης θεωρεί τον τρόπο που οι φαρμακοποιοί έχασαν τα Φάρμακα Υψηλού Κόστους (ΦΥΚ) από τα φαρμακεία. «Είναι ένα από τα κεφάλαια που έχουμε και εμείς σημαντική ευθύνη. Έχουμε ευθύνη που τα φάρμακα αυτά δεν είναι στα φαρμακεία μας. Την εποχή της ευμάρειας, όταν συζητιόταν μεικτό ποσοστό κέρδους 18% μας φαινόταν πάρα πολύ μικρό και φυσικά απορριπτέο με την κατηγορία του προδότη για οποιονδήποτε υποστήριζε να γίνει δεκτό ένα τέτοιο ποσοστό. Θα μου πείτε ότι θα γινόταν το κλιμακωτό ποσοστό από τότε. Όλα μπορεί κανείς να τα πει αλλά σε κάθε περίπτωση αυτή τη στιγμή τα ΦΥΚ αυξάνονται συνεχώς σε ποσοστό συμμετοχής στο καλάθι της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης».
Στον απολογισμό του για το τι έγινε στα μνημονιακά χρόνια ο κ. Θεοδοσιάδης ανέφερε ότι «ο οικονομικός κύκλος του φαρμάκου, επομένως και του φαρμακείου στοχοποιήθηκε σε υπερβολικό βαθμό. Δεν μπορεί βεβαίως να πει κανείς ότι η φαρμακευτική δαπάνη ή η δαπάνη γενικότερα γύρω από την υγεία ήταν αμέτοχη στη διαμορφωθείσα οικονομική κατάσταση αλλά ο βαθμός ενοχοποίησης αυτού του χώρου σε σχέση με τις πραγματικές ευθύνες και αιτίες που οδήγησαν την οικονομική κατάσταση της χώρας σε αυτό το επίπεδο υπερτονίστηκαν, υπερεκτιμήθηκαν, ενοχοποιήθηκαν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό και αυτό πιστεύω ότι έγινε για να φτιαχτεί η βάση πάνω στην οποία θα έπρεπε να σχηματισθούν τα νομοθετήματα τα οποία ζήσαμε όλα τα προηγούμενα χρόνια».
Μείωση του ποσοστού κέρδους, μείωση του χονδρεμπορικού ποσοστού κέρδους το οποίο ενδιαφέρει λόγω της συμμετοχής των μισών περίπου φαρμακοποιών της χώρας στους συνεταιρισμούς, διαμόρφωση μιας νέας κατάστασης για τα ΜΥΣΥΦΑ, ωράριο λειτουργίας, πρόβλημα ρευστότητας των πολιτών που επηρεάζει την καταναλωτική τους συμπεριφορά με χαρακτηριστικό παράδειγμα τους συνταξιούχους που τις πρώτες μέρες μετά την καταβολή της σύνταξής τους κινούνται στα φαρμακεία και μετά μπαίνουν στα τεφτέρια ήταν τα κύρια σημεία στα οποία στάθηκε στον απολογισμό των μνημονιακών χρόνων ο κ. Θεοδοσιάδης.
Παρόλα αυτά και ενώ, όπως υπενθύμισε «τα πρώτα μνημονιακά χρόνια διακηρυγμένος στόχος και πρόθεση των τότε κυβερνήσεων και της τρόϊκας ήταν τα φαρμακεία να μείνουν το πολύ 6.000 σήμερα που πλέον η χώρα είναι εκτός μνημονίων τα φαρμακεία παραμένουν ζωντανά εκτός ελαχίστων περιπτώσεων» αλλά «σε κάθε περίπτωση με σοβαρά τραύματα τα οποία και πρέπει να επουλωθούν και να υπάρξει ανασύνταξη των φαρμακείων».
Στο σχεδιασμό της επόμενης μέρας και σε θεσμικό επίπεδο και σε συλλογικό επίπεδο και σε ατομικό επίπεδο θα πρέπει να ληφθούν υπόψιν τα λάθη που έχουν γίνει όλα αυτά τα χρόνια τα οποία ώστε να μην επαναληφθούν.

Οι προτεραιότητες για την επόμενη μέρα
Αναφερόμενος στις προτεραιότητες στο σχεδιασμό αυτής της επόμενης μέρας, της μεταμνημονιακής εποχής ο κ. Θεοδοσιάδης σημείωσε ορισμένα πολύ συγκεκριμένα ζητήματα.
Ως κορυφαίο στρατηγικό στόχο του κλάδου, αφού από εκεί ξεκίνησε, θεωρεί τον μετασχηματισμό των φαρμακείων σε υγειονομικά κέντρα με διευρυμένο αλλά και διακριτό ρόλο στο χώρο της δημόσιας υγείας. «Είναι μία στρατηγική επιλογή, εξήγησε την οποία οφείλουμε όλοι να υπηρετήσουμε. Τα προηγούμενα χρόνια δεν έγινε αυτό γιατί πολύ απλά, όπως είπε «τα φάρμακα προστίθεντο με ρυθμό καταιγιστικό, οι τιμές ανέβαιναν, ο τζίρος των φαρμακείων ανέβαινε αντίστοιχα, υπήρχε ένα κλίμα ευημερίας - “φούσκας” με αποτέλεσμα τέτοιες σκέψεις δεν διανοείτο να τις καταθέσει και πολύ περισσότερο να τις υποστηρίξει κάποιος καθώς δεν θα έβρισκαν κανέναν υποστηρικτή».
Τι θεωρεί ότι θα πρέπει να κάνουν τα φαρμακεία ως υγειονομικά κέντρα; «Καταρχήν θα εξασφαλίζουν τη φαρμακευτική συμμόρφωση, θα ενημερώνουν τους ασφαλισμένους για τη σημασία της πρόληψης και για τα όσα θα πρέπει να κάνουν προς αυτήν την κατεύθυνση, θα αξιοποιούν το συμβουλευτικό τους ρόλο στη διαχείριση νόσων και ιδιαίτερα των χρόνιων, θα δίνουν προστιθέμενη αξία στους εμβολιασμούς καθώς τα φαρμακεία είναι κρίσιμος κόμβος στην ενημέρωση και στη διάθεση των εμβολίων. Επίσης το φαρμακείο έχει χρέος να συμβάλλει αποφασιστικά στην εκστρατεία για τη μείωση της αχρείαστης και επικίνδυνης πολυφαρμακίας. Όλα αυτά στο πλαίσιο της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας», μίας πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας που όπως είπε ο κ. Θεοδοσιάδης αναμορφώνεται κάθε φορά που αλλάζει ο υπουργός Υγείας.

Συγκεκριμένες οι διεκδικούμενες υπηρεσίες προς θεσμοθέτηση
Στο κρίσιμο ερώτημα για το πώς θα γίνουν αυτά ο κ Θεοδοσιάδης απάντησε: «Με τη θεσμοθέτηση των φαρμακευτικών υπηρεσιών». Μάλιστα, όπως είπε «έχει κατατεθεί προς τούτο σχετική, νομοτεχνικά διατυπωμένη πρόταση στο υπουργείο, την οποία φρεσκάρουμε κάθε φορά που γίνεται κουβέντα με τον υπουργό και η οποία λέει ότι επιτρέπεται στα ιδιωτικά φαρμακεία, στα πλαίσια της λειτουργίας τους ως μονάδες πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, ο αδειούχος φαρμακοποιός να προβαίνει στη διενέργεια εποχικού εμβολιασμού, στη χορήγηση αντιτετανικού ορού και στην παροχή ενεσοθεραπείας στους πολίτες».
Ο κ. Θεοδοσιάδης επανέλαβε την ανάγκη να υπάρξει ένα σταθερό οικονομικό, επιχειρηματικό, ασφαλιστικό και φορολογικό περιβάλλον. «Έχει ξεκινήσει από τον Πανελλήνιο Φαρμακευτικό Σύλλογο μία κουβέντα για τη διαμόρφωση ενός πλαισίου συνενώσεων ή συνεργασιών φαρμακείων. Όμως ένας τεχνοκράτης που θα θελήσει να κάνει μία τέτοια μελέτη θα πρέπει να έχει απαντήσει σε μερικά στοιχειώδη ερωτήματα που θα αφορούν καίρια ζητήματα για τον κλάδο όπως τα ΜΥΣΥΦΑ, τους φορολογικούς συντελεστές, τον ΕΦΚΑ, τα ΦΥΚ, το ωράριο. Αυτά τα ζητήματα θα πρέπει να απαντηθούν διακομματικά και να κλείσουν. Αυτό που περιγράφω ως πρόβλημα του φαρμακείου και της προοπτικής του είναι πρόβλημα όλης της ελληνικής οικονομίας. Αυτά τα ζητήματα θα πρέπει να απαντηθούν διακομματικά ώστε και ο φαρμακοποιός και ο βιομήχανος και ο επιχειρηματίας και ο οποιοσδήποτε να ξέρει τι θα πληρώσει τα επόμενα πέντε χρόνια. Μόνο έτσι θα μπει στη διαδικασία να επενδύσει».
Ο κ. Θεοδοσιάδης ανέφερε ότι λύση στα σημερινά οικονομικά αδιέξοδα θα μπορούσε να αποτελέσει η μείωση των δαπανών των φαρμακείων δια των συνενώσεών τους, δια της δημιουργίας δικτύων φαρμακείων με διάφορες μορφές. «Ακούω διάφορες σκέψεις, όπως για παράδειγμα συνενώσεις με την αιγίδα ενός συνεταιρισμού, ακούω δίκτυα συνεργαζομένων φαρμακείων, ακούω εταιρείες που ο ένας θα είναι μέτοχος στην άλλη κτλ.. Φαντάζομαι ότι δεν μπορεί να προκύψει ένας μπούσουλας που θα είναι τυφλοσούρτης που με φωτοτυπία θα εφαρμόζεται παντού. Ενδεχομένως όλες αυτές οι σκέψεις κατά περιοχές και κατά περίπτωση θα μπορούσαν να είναι βιώσιμες. Θεωρώ απαραίτητη προϋπόθεση για να προχωρήσει η οποιαδήποτε τέτοια προσπάθεια και να είναι βιώσιμη και αποτελεσματική, να συνοδεύεται τουλάχιστον για τα πέντε πρώτα χρόνια της δημιουργία αυτών των εταιρικών φαρμακείων –σ.σ. από πλευράς της πολιτείας- μία γενναία μείωση της φορολογίας όπως και μία γενναία μείωση της ασφαλιστικής εισφοράς. Το κράτος δεν έχει να χάσει από τη μείωση της φορολογίας μίας τέτοιας μορφής φαρμακείων, αρκεί να εκτιμήσει μόνο έναν παράγοντα, τον παράγοντα της φοροδιαφυγής. Σ’ ένα φαρμακείο με 5-10 φαρμακοποιούς που λειτουργεί κάπως έτσι σαν μία μεγάλη επιχείρηση τύπου σούπερ μάρκετ φυσικά τίποτα δεν θα φεύγει δίχως απόδειξη κάτι που σήμερα σε κάποιο βαθμό σε μία ατομική επιχείρηση είναι το ζητούμενο».
Αναφέρθηκε επίσης στην ηλεκτρονική συνταγογράφηση και αφού τόνισε τη μεγάλη συμβολή που είχαν οι φαρμακοποιοί στην ανάπτυξή της παρατήρησε ότι τελικά αυτή δεν αξιοποιείται. «Η ηλεκτρονική συνταγογράφηση και λειτούργησε και βελτιώνεται. Έχει κάποια προβληματάκια αλλά σε καμιά περίπτωση εκείνα που υπήρχαν στην αρχή. Είναι ωστόσο βέβαιο ότι τα δεδομένα της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης ούτε έχουν αξιοποιηθεί ούτε έχουν εκτιμηθεί ούτε έχουν αξιολογηθεί. Επιδημιολογικά δεδομένα, στοιχεία για την αξιολόγηση της απαραίτητης φαρμακευτικής δαπάνης αυτή τη στιγμή δεν έχουμε. Όσο κι αν ρώτησα σε διάφορα fora εάν γνωρίζει κανείς πόσοι είναι οι διαβητικοί στην Ελλάδα δεν άκουσα από κανέναν ένα συγκεκριμένο αριθμό που να προκύπτει από δεδομένα. Ούτε καν για ασθένειες που δεν έχουν τόσο μεγάλη εξάπλωση όπως η σκλήρυνση κατά πλάκας. Τα δεδομένα από την ηλεκτρονική συνταγογράφηση μπορούν να οδηγήσουν σε αυτά τα στοιχεία που με τη σειρά τους να βοηθήσουν στην σωστή εκτίμηση του ύψους της φαρμακευτικής δαπάνης. Είναι προφανές ότι εάν ξέραμε πόσοι είναι οι διαβητικοί, πόσοι είναι οι καρκινοπαθείς, πόσοι είναι οι ασθματικοί, πόσοι είναι οι ασθενείς με ΧΑΠ και υπολογίζοντας το μέσο κόστος θεραπείας θα είμαστε πάρα πολύ κοντά σε πραγματικά δεδομένα και θα μπορούσαμε να αξιολογήσουμε εάν είναι μεγάλο ή μικρό το ποσό των 1,945 δις ευρώ της ετήσιας φαρμακευτικής δαπάνης που έχουμε ως χώρα στη διάθεσή μας για την τριετία. Οι χώρες που σέβονται τον εαυτό τους μελετώντας τα επιδημιολογικά δεδομένα παίρνουν στοχευμένα μέτρα και πρόληψης και θεραπείας που οδηγούν και στη μείωση της δαπάνης και στην αποκατάσταση της υγείας των ασφαλισμένων. Πρέπει πλέον να καθίσουμε να δουλέψουμε πάνω σε αυτά τα δεδομένα εάν θέλουμε να σχεδιάσουμε το γενικότερο υγειονομικό σύστημα της χώρας.
Μέσα στους στρατηγικούς στόχους της διοίκησης του ΠΦΣ για το αύριο του φαρμακείου σημαντικό ρόλο παίζει και η επιστροφή των ΦΥΚ στα φαρμακεία.
Ο κ. Θεοδοσιάδης αφού έκανε μία αναφορά στις πρόσφατες –ευνοϊκές εν τέλει για τον κλάδο- εξελίξεις τόνισε την ανάγκη τα ΦΥΚ να περνούν –και αυτό έχει τη σημασία του- μέσα από τα φαρμακεία. «Προς στιγμή επιβλήθηκε μία διάταξη να χαρακτηρίζονται ως ΦΥΚ και να δίνονται από τα φαρμακεία του ΕΟΠΥΥ ανεξαρτήτων κατηγοριών όλα τα φάρμακα που έχουν τιμή πάνω από 1000 ευρώ. Επανήλθε η διάταξη μετά από δικές μας πιέσεις στα 3.000 ευρώ, όπως ήταν και τα προηγούμενα χρόνια όμως αυτό δεν λέει τίποτα. Νομίζω ότι και εδώ χρειάζεται και έχει γίνει πλέον επανακαθορισμός της στάσης μας. Θέλουμε να γίνεται η διάθεση των ΦΥΚ και από τα ιδιωτικά φαρμακεία και υπάρχουν κάποιες σκέψεις προς αυτό». Ο κ. Θεοδοσιάδης προτίμησε αυτές τις σκέψεις να μην τις δημοσιοποιήσει επί του παρόντος σημειώνοντας ωστόσο ότι «με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τα ΦΥΚ πρέπει να περνούν από τα ιδιωτικά φαρμακεία».
Σημαντικό επίσης ζήτημα για τον κλάδο είναι το θέμα της διάθεσης των αντιβιοτικών και υπάρχει σχεδιασμός να βγουν μπροστά οι φαρμακοποιοί για το συγκεκριμένο ζήτημα καθώς αισθάνονται ότι πολύ άδικα στοχοποιούνται για την υπέρμετρη κατανάλωση αντιβιοτικών στη χώρα μας.
Τέλος ένα ακόμη από τα ζητήματα στα οποία ο κ. Θεοδοσιάδης στάθηκε ήταν και αυτό των γενοσήμων, όπου υποστήριξε ότι η μη ικανοποιητική διείσδυση των γενοσήμων «οφείλεται σε πολύ μεγάλο ποσοστό να μην πω αποκλειστικά, στον άγαρμπο τρόπο με τον οποίο όλοι οι υπουργοί υγείας από το 2010 μέχρι σήμερα επιχείρησαν να επιβάλλουν τα γενόσημα. Όταν ένας Γενικός Γραμματέας του υπουργείου λέει “ θα δίνουμε γενόσημα στους ανασφάλιστους” αυτό απλά σημαίνει γι’ αυτόν που το ακούει ότι το γενόσημο είναι απλά ένα φθηνό προϊόν β’ διαλογής που το δίνουμε σε αυτούς τους οποίους θεωρούμε β’ διαλογής πολίτες. Αυτή η προσέγγιση είναι λάθος από όποια πλευρά κι αν τη δει κανείς αλλά σίγουρα επικοινωνιακά και το ζείτε στα φαρμακεία καθώς ο ασφαλισμένος όταν ακούσει γενόσημο κάνει ένα βήμα πίσω και αισθάνεται κουμπωμένος». Ο κ. θεοδοσιάδης χαρακτήρισε ηλίθιο το μέτρο του 0,8% και ζήτησε την απόσυρσή του όπως και κάθε επιβάρυνση σε φαρμακοβιομηχανία και φαρμακοποιούς που έχουν σχέση με την προώθηση των γενοσήμων.
Ο κ. Θεοδοσιάδης επισήμανε ότι αυτοί είναι ορισμένοι από τους στόχους που έχουν τεθεί από τη διοίκηση του ΠΦΣ ενώ υπάρχουν και άλλοι στους οποίους λόγω χρόνου δεν πρόλαβε να μιλήσει και έκλεισε την ομιλία του αναφερόμενος στο ζήτημα του καλού μνημονίου τονίζοντας ότι «αυτό είναι κάτι που και ο χώρος μας και η χώρα μας το χρειάζονται, εάν θέλουμε να προχωρήσουμε στην επόμενη μέρα ξέροντας που πάμε και πως θα πάμε και όχι τρέχοντας πίσω από τα γεγονότα. Το άλλοθι της τρόϊκας, το άλλοθι των μνημονίων, το άλλοθι των κακών ξένων που “μας επιβάλλουν και εμείς με πόνο καρδιάς τα εφαρμόζουμε”, πέρασε. Ό,τι έγινε, έγινε. Δεν θα γυρίσουμε πίσω. Ο καθένας έχει την άποψή του και την πολιτική του τοποθέτηση για τα χρόνια των μνημονίων, το ζήτημα όμως είναι τι κάνουμε αύριο και τι θα δημιουργήσουμε και θα παραδώσουμε στις νέες γενιές που περιμένουν από εμάς να διορθώσουμε ό,τι στραβό έχει οικοδομηθεί την περασμένη δεκαετία».