Pharma Team: Αναδημοσίευση από την εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 18/09/2013
Νέες ενοποιήσεις ασφαλιστικών Ταμείων, με υπαγωγή του ΕΤΑΑ (γιατροί, νομικοί, φαρμακοποιοί και δικηγόροι) και του ΕΤΑΠ-ΜΜΕ στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ή στον ΟΑΕΕ προτείνει ο ΟΟΣΑ στην έκθεση του για τη μεταρρύθμιση των προγραμμάτων κοινωνικής προστασίας.
Στην έκθεση που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα από το υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ο Οργανισμός εισηγείται
την ένταξη όλων των φορέων υγειονομικής περίθαλψης στον ΕΟΠΥΥ. Ο ΟΟΣΑ χαρακτηρίζει τη διαδικασία ενοποίησης των Ταμείων «περιορισμένη, συχνά επιφανειακή και αργή». Με τη διαχείριση τους να διασκορπίζεται σε ένα πλέγμα 40 και άνω διαφορετικών φορέων, ο διεθνής οργανισμός υποστηρίζει ότι είναι ακόμη πιο προβληματικό το γεγονός διατήρησης της οικονομικής και λογιστικής ανεξαρτησίας και διαφορετικών μητρώων στα Ταμεία που ενοποιήθηκαν. Μάλιστα κάνει ειδική αναφορά στον ΤΑΠ-ΔΕΗ, ενώ θέτει θέμα για τα προγράμματα υγειονομικής ασφάλισης «που καλύπτουν τους υπαλλήλους της Εθνικής Τράπεζας και της Τράπεζας της Ελλάδος, εξακολουθώντας να μην υπάγονται στον ΕΟΠΥΥ».
Στην έκθεσή τους οι αναλυτές του ΟΟΣΑ προτάσσουν ως αναγκαία, τη σταδιακή, αλλά με αυστηρό χρονοδιάγραμμα, καθιέρωση ενιαίων εισφορών και παροχών (συντάξεων και επιδομάτων). Ζητούν τη σταδιακή κατάργηση των διαφορετικών ρυθμίσεων που διαμορφώνουν ξεχωριστές ασφαλιστικές ταχύτητες στα Ταμεία και προβαίνουν σε δριμεία κριτική των κατακερματισμένων και αναποτελεσματικών -για το εύρος που έχει αποκτήσει η φτώχεια- προνοιακών κι άλλων βοηθημάτων. Ειδική αναφορά και ανάλυση κάνει για τα επιδόματα αναπηρίας. Σε αυτόν τον τομέα τάσσεται υπέρ της δημιουργίας ενός ενιαίου επιδόματος αναπηρίας με την κατάργηση όλων των επιμέρους ρυθμίσεων (ενδεχομένως και των αναπηρικών συντάξεων). Το προτεινόμενο, ενιαίο, επίδομα αναπηρίας θα χορηγείται σε πολίτες με ανικανότητα εργασίας, αλλά πάντα με εισοδηματικά κριτήρια. Εάν αυτή η πρόταση γίνει δεκτή θα αγγίξει περίπου 500.000 άτομα.
Θεωρώντας ανεπαρκή τα επιδόματα ανεργίας σε συνθήκες έντασης του προβλήματος κατή τον 6ο χρόνο της ύφεσης που διανύει η ελληνική οικονομία, ο ΟΟΣΑ παρεμβαίνει και στο σκέλος των επιδομάτων ανεργίας, ζητώντας την επέκτασή τους αλλά κι εδώ με εισοδηματικά κριτήρια. Αποδεικνύοντας ότι η κοινωνική προστασία αδυνατεί να καλύψει και να επικεντρωθεί στους πραγματικά φτωχούς, καθώς μέρος των κονδυλίων που θα έπρεπε να επικεντρωθούν στην αντιμετώπιση των φτωχών (αποτελούν το 30,49% του πληθυσμού) ευνοούν τμήματα που έχουν σχετική καλύτερη εισοδηματική εικόνα, προτείνει καθιέρωση στεγαστικού επιδόματος και ενοποίηση όλων των οικογενειακών επιδομάτων, με εισοδηματικά κριτήρια. «Μόνο το 50% των δικαιούχων των κοινωνικών μεταβιβάσεων (πλην των συντάξεων) ανήκει στο πιο φτωχό 30% του πληθυσμού» αναφέρεται στην έκθεση, προσθέτοντας ότι σε σχέση με άλλες χώρες που εφήρμοσαν προγράμματα λιτότητας «η Ελλάδα είχε το μεγαλύτερο ποσοστό φτώχειας πριν από τις περικοπές, ενώ τα μέτρα λιτότητας έχουν οδηγήσει περισσότερους ανθρώπους στη φτώχεια». Μάλιστα, χαρακτηρίζει «κατακερματισμένες , ημιτελείς και ανεπαρκείς» τις μεταρρυθμίσεις που έχουν αναληφθεί στον τομέα της κοινωνικής προστασίας ο οποίος πρέπει να αλλάξει «με γνώμονα αυτούς που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη». Μικρή χαρακτηρίζει και την αποτελεσματικότητα διαχείρισης του προβλήματος των αστέγων.
την ένταξη όλων των φορέων υγειονομικής περίθαλψης στον ΕΟΠΥΥ. Ο ΟΟΣΑ χαρακτηρίζει τη διαδικασία ενοποίησης των Ταμείων «περιορισμένη, συχνά επιφανειακή και αργή». Με τη διαχείριση τους να διασκορπίζεται σε ένα πλέγμα 40 και άνω διαφορετικών φορέων, ο διεθνής οργανισμός υποστηρίζει ότι είναι ακόμη πιο προβληματικό το γεγονός διατήρησης της οικονομικής και λογιστικής ανεξαρτησίας και διαφορετικών μητρώων στα Ταμεία που ενοποιήθηκαν. Μάλιστα κάνει ειδική αναφορά στον ΤΑΠ-ΔΕΗ, ενώ θέτει θέμα για τα προγράμματα υγειονομικής ασφάλισης «που καλύπτουν τους υπαλλήλους της Εθνικής Τράπεζας και της Τράπεζας της Ελλάδος, εξακολουθώντας να μην υπάγονται στον ΕΟΠΥΥ».
Στην έκθεσή τους οι αναλυτές του ΟΟΣΑ προτάσσουν ως αναγκαία, τη σταδιακή, αλλά με αυστηρό χρονοδιάγραμμα, καθιέρωση ενιαίων εισφορών και παροχών (συντάξεων και επιδομάτων). Ζητούν τη σταδιακή κατάργηση των διαφορετικών ρυθμίσεων που διαμορφώνουν ξεχωριστές ασφαλιστικές ταχύτητες στα Ταμεία και προβαίνουν σε δριμεία κριτική των κατακερματισμένων και αναποτελεσματικών -για το εύρος που έχει αποκτήσει η φτώχεια- προνοιακών κι άλλων βοηθημάτων. Ειδική αναφορά και ανάλυση κάνει για τα επιδόματα αναπηρίας. Σε αυτόν τον τομέα τάσσεται υπέρ της δημιουργίας ενός ενιαίου επιδόματος αναπηρίας με την κατάργηση όλων των επιμέρους ρυθμίσεων (ενδεχομένως και των αναπηρικών συντάξεων). Το προτεινόμενο, ενιαίο, επίδομα αναπηρίας θα χορηγείται σε πολίτες με ανικανότητα εργασίας, αλλά πάντα με εισοδηματικά κριτήρια. Εάν αυτή η πρόταση γίνει δεκτή θα αγγίξει περίπου 500.000 άτομα.
Θεωρώντας ανεπαρκή τα επιδόματα ανεργίας σε συνθήκες έντασης του προβλήματος κατή τον 6ο χρόνο της ύφεσης που διανύει η ελληνική οικονομία, ο ΟΟΣΑ παρεμβαίνει και στο σκέλος των επιδομάτων ανεργίας, ζητώντας την επέκτασή τους αλλά κι εδώ με εισοδηματικά κριτήρια. Αποδεικνύοντας ότι η κοινωνική προστασία αδυνατεί να καλύψει και να επικεντρωθεί στους πραγματικά φτωχούς, καθώς μέρος των κονδυλίων που θα έπρεπε να επικεντρωθούν στην αντιμετώπιση των φτωχών (αποτελούν το 30,49% του πληθυσμού) ευνοούν τμήματα που έχουν σχετική καλύτερη εισοδηματική εικόνα, προτείνει καθιέρωση στεγαστικού επιδόματος και ενοποίηση όλων των οικογενειακών επιδομάτων, με εισοδηματικά κριτήρια. «Μόνο το 50% των δικαιούχων των κοινωνικών μεταβιβάσεων (πλην των συντάξεων) ανήκει στο πιο φτωχό 30% του πληθυσμού» αναφέρεται στην έκθεση, προσθέτοντας ότι σε σχέση με άλλες χώρες που εφήρμοσαν προγράμματα λιτότητας «η Ελλάδα είχε το μεγαλύτερο ποσοστό φτώχειας πριν από τις περικοπές, ενώ τα μέτρα λιτότητας έχουν οδηγήσει περισσότερους ανθρώπους στη φτώχεια». Μάλιστα, χαρακτηρίζει «κατακερματισμένες , ημιτελείς και ανεπαρκείς» τις μεταρρυθμίσεις που έχουν αναληφθεί στον τομέα της κοινωνικής προστασίας ο οποίος πρέπει να αλλάξει «με γνώμονα αυτούς που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη». Μικρή χαρακτηρίζει και την αποτελεσματικότητα διαχείρισης του προβλήματος των αστέγων.