ΡΟΗ

6/recent/ticker-posts

Περίεργη έκθεση της ΕΣΔΥ για τη μείωση των δαπανών υγείας

Ο μάταιος αγώνας για τη μείωση του κόστους στην υγεία. 

Γιατί η κυβέρνηση χρησιμοποιεί τα λάθος όπλα κατά της Λερναίας Ύδρας της δαπάνης των φαρμάκων.
Τα αδύνατα σημεία της κυβερνητικής πολιτικής στον τομέα της υγείας φωτίζει η έρευνα που εκπόνησε η Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας για λογαριασμό της Stat Bank, στην οποία ειδικοί εξηγούν γιατί η διαρκής «επίθεση» του υπουργείου Υγείας στις τιμές των φαρμάκων δυναμιτίζει τη δημόσια υγεία και οποιαδήποτε προσπάθεια οικονομικής ανάκαμψης της χώρας. Όπως δείχνουν τα ευρήματα, η υπερβολική συρρίκνωση των τιμών των φαρμακευτικών προϊόντων θα προκαλέσει σοβαρές ελλείψεις φαρμάκων στην εγχώρια αγορά και θα αποτελέσει εμπόδιο στην πρόσβαση των πολιτών στις νέες θεραπείες. Ισχυρό πλήγμα αναμένεται να δεχτεί και η οικονομία από την εξόντωση της εγχώριας φαρμακοβιομηχανίας, που αποτελεί έναν από τους τελευταίους εναπομείναντες υγιείς θύλακες ανάπτυξης. Όπως εξηγεί ο καθηγητής Οργάνωσης και Διοίκησης Υπηρεσιών Υγείας στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας (ΕΣΔΥ) Νίκος Μανιαδάκης, η χάραξη μιας πολιτικής υγείας, με δεδομένο το διογκούμενο δημογραφικό πρόβλημα, που αυξάνει τη χρήση των φαρμάκων (ζούμε μία δεκαετία περισσότερο από την προηγούμενη γενιά, άρα καταναλώνουμε περισσότερα φάρμακα), είναι μια πολύπλοκη διαδικασία και δεν επιτυγχάνεται με αποσπασματικά μέτρα. Η Ελλάδα, δυστυχώς, αποδεικνύεται ξανά «χώρα του παραλόγου», εφαρμόζοντας fast track ρυθμίσεις που έχουν απόπληθωριστικό χαρακτήρα και οδηγούν στην καταστροφή.Το γιατί το αναλύει διεξοδικά ο κ. Μανιαδάκης, δηλώνοντας στην «F.S.»: «Η μεγαλύτερη αδυναμία της κυβερνητικής πολιτικής στην προσπάθεια περιστολής των δαπανών υγείας είναι ότι δεν έχει κάνει ακόμα κανένα βήμα προς την κατεύθυνση της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης, παρ' ότι η διεθνής εμπειρία επιβεβαιώνει πως η ηλεκτρονική συνταγογράφηση είναι το βασικότερο εργαλείο για τον έλεγχο της κατανάλωσης φαρμάκων, που με τη σειρά της ευθύνεται για την αύξηση της δαπάνης. Παράλληλα, η e-συνταγογράφηση αποδεικνύεται πολλαπλά ωφέλιμη, γιατί συμβάλλει στον περιορισμό των ιατρικών λαθών και στον εξορθολογισμό της συμπεριφοράς των γιατρών και των ασθενών».
Τιμές αναφοράς
Το επόμενο σφάλμα της κυβερνητικής πολιτικής αφορά τις τιμές αναφοράς που θεσπίζει ανά θεραπευτική κατηγορία. Στην ίδια κατηγορία περιλαμβάνονται τα πρωτότυπα φάρμακα και όλα τα γενόσημα σκευάσματα, αντί μόνο του πρώτου γενόσημου που εισέρχεται στην αγορά μετά τη λήξη της πατέντας του πρωτότυπου φαρμάκου.
Το πρώτο γενόσημο σκεύασμα είναι κατά 63% φτηνότερο του πρωτότυπου, τα επόμενα όμως έχουν ακόμα πιο χαμηλές τιμές, με αποτέλεσμα να συμπιέζεται υπερβολικά η τιμή αναφοράς, η τιμή δηλαδή στην οποία αγοράζει το κράτος, όντας ο μεγαλύτερος πελάτης. Και, σαν να μην έφτανε αυτό, οι φαρμακοβιομηχανίες υποχρεώνονται να καταβάλλουν επιπλέον rebate (επιστροφή στα ασφαλιστικά ταμεία] ποσού 4% επί της χονδρικής τιμής του φαρμάκου, παράλληλα και ανεξάρτητα από το σύστημα των τιμών αναφοράς.Τα μέτρα αυτά, όπως εξηγεί ο κ. Μανιαδάκης, καταρρακώνουν την εγχώρια φαρμακευτική Βιομηχανία (ΠΕΦ], που παρασκευάζει σχεδόν αποκλειστικά γενόσημα σκευάσματα, και δημιουργούν συνθήκες εξόδου από την αγορά για πολλές εταιρείες. Το ακόμα πιο παράλογο είναι πως όλα αυτά τα μέτρα θεσπίζονται στην Ελλάδα την ώρα που παγκοσμίως ενισχύεται η αγορά των γενόσημων.Όπως σημειώνει, «στην Ευρώπη ο τζίρος των γενόσημων φαρμάκων φτάνει σήμερα τα 50 δισ. ευρώ και αναμένεται ότι την επόμενη πενταετία θα ξεπεράσει τα 85 δισ. ευρώ. Σε πολλές χώρες ήδη το μερίδιο αγοράς των γενόσημων προσεγγίζει το 60%, καθώς από την υποκατάσταση των πρωτότυπων φαρμάκων θα εξοικονομηθούν τα χρήματα που θα επιτρέψουν την ανάπτυξη των νέων, στοχευμένων θεραπειών. Δυστυχώς, η Ελλάδα παραμένει ουραγός στην Ευρώπη στην αξιοποίηση των γενόσημων, με το μερίδιο αγοράς τους να αγγίζει μετά βίας το 14%».
Λίστα από λίστες
Ο κ. Μανιαδάκης εντοπίζει όμως σημαντικά προβλήματα και στην ελληνική εκδοχή της λίστας φαρμάκων.Όπως παρατηρεί, «στις περισσότερες χώρες υπάρχει λίστα φαρμάκων (δηλαδή ποια φάρμακα αποζημιώνονται από τα ταμεία, δηλαδή το κράτος], αλλά η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από την παγκόσμια πρωτοτυπία να διαθέτει 4 λίστες φαρμάκων: την αρνητική (όσα δεν αποζημιώνονται], τα μη συνταγογραφούμενα φάρμακα (που επίσης δεν αποζημιώνονται), τη θετική (όπου για τα φάρμακα με ακριβότερη τιμή από την τιμή αναφοράς οι φαρμακοβιομηνίες υποχρεώνονται να δώσουν πίσω τη διαφορά ως rebate στα ασφαλιστικά ταμεία] και τα λεγόμενα ακριβά φάρμακα, για σοβαρές παθήσεις, που δίνονται από τα νοσοκομειακά αλλά και τα ιδιωτικά φαρμακεία με μειωμένο το κέρδος των φαρμακοποιών κατά 50%».
Τα ακριβά φάρμακα, στα οποία ανήκουν και όλα τα «ορφανά» σκευάσματα, για σπάνιες παθήσεις, ήταν 89 και αυξήθηκαν σε 130. Όπως εξηγεί ο καθηγητής, «η λίστα από μόνη της δεν φτάνει για την περιστολή των δαπανών. Χρειάζονται υποστηρικτικοί μηχανισμοί που θα προωθήσουν τη χρήση των γενόσημων φάρμακων, δίνοντας κίνητρο στις παρασκευάστριες εταιρείες να βγάλουν γρήγορα στην αγορά το πρώτο γενόσημο. Υπάρχουν χώρες, όπως οι ΗΠΑ, που συνδυάζουν τα πιο ακριβά πρωτότυπα φάρμακα στον κόσμο με τα πιο φτηνά γενόσημα (η τιμή τους καθορίζεται στο 30% της τιμής των πρωτότυπων], και όμως το μερίδιο αγοράς των γενόσημων φτάνει το 70%. Εκεί, όμως, ο φάκελος για την έγκριση των γενόσημων κατατίθεται στον αρμόδιο ΕΟΦ τουλάχιστον τρία χρόνια πριν λήξει η πατέντα του πρωτότυπου και το πρώτο γενόσημο μπαίνει στη αγορά την επόμενη μέρα της λήξης της πατέντας. Εδώ ο ισχύον μηχανισμός καθυστερεί, η ένταξη των γενόσημων σκευασμάτων στη φαρέτρα είναι πολύ αργοπορημένη και δεν υπάρχει κίνητρο στις παρασκευάστριες Βιομηχανίες να επιδοθούν σε μια άτυπη κούρσα, ώστε να υπάρχει υγιής ανταγωνισμός. Τέλος, ένα ακόμη εργαλείο για τον εξορθολογισμό των δαπανών είναι η αυξημένη συμμετοχή των ασθενών στη θεραπεία.Στην Ευρώπη η συμμετοχή του ασθενή φτάνει το 40%, την ώρα που η χώρα μας χαρακτηρίζεται από πολύ χαμηλή συμμετοχή (13%-20%), με αποτέλεσμα το Δημόσιο να επωμίζεται μεγάλο Βάρος. Φυσικά σε εποχή κρίσης δεν πρέπει να επιβαρυνθεί περισσότερο ο ασθενής. Επιβάλλεται όμως να δοθούν κίνητρα ώστε να επιλέγονται τα φτηνά φάρμακα, να ελεγχθεί η κατανάλωση και να περιοριστεί η πλαστή και η κατευθυνόμενη συνταγογράφηση».
Πηγή: Free Sunday