Η ρύθμιση των τιμών αποτελεί ελκυστικό μέτρο για την πολιτεία αφού μπορεί να φέρει άμεσα αποτελέσματα
Του Μάρκου Ολλανδέζου
Η πρόσφατη ανατιμολόγηοη με τnv έκδοση του δελτίου τιμών επαναφέρει στο προσκήνιο τη συζήτηση για την αποτελεσματικότητα των μέτρων συγκράτησης της φαρμακευτικής δαπάνης.
Πράγματι, η ρύθμιση των τιμών των φαρμάκων αποτελεί ελκυστικό μέτρο για την πολιτεία, αφού είναι σε θέση να φέρει απτό αποτέλεσμα από την επόμενη ημέρα εφαρμογής του. Υπό αυτή την έννοια η σπουδή της πολιτείας για τον καθορισμό όσο το δυνατόν χαμηλότερων τιμών αποκτά σαφές περιεχόμενο. Ομως το μέτρο της μείωσης των τιμών χάνει τnv αποτελεσματικότητά του αν ειδωθεί σε ευρύτερα πλαίσια. Και αυτό συμβαίνει για τους εξής λόγους:
Πρώτον, η φαρμακευτική πολιτική περιλαμβάνει ένα πλέγμα ρυθμίσεων όπου η τιμολόγηση αποτελεί ένα στοιχείο. Στον βαθμό λοιπόν που δεν ελέγχεται π.χ. η κατανάλωση, η ρύθμιση του επιπέδου τιμών δεν έχει τόσο σημασία. Επίσης, αυτό που θα πρέπει να απασχολεί την πολιτεία είναι όχι η τιμή του φαρμάκου αλλά σε ποια τιμή προμηθεύονται φάρμακα ταμεία και νοσοκομεία.
Δεύτερον, η συμπίεση των τιμών σε επίπεδα Ρουμανίας και Βουλγαρίας, υπονομεύει την αποτελεσματικότητα κάθε άλλου μέτρου που θα μπορούσε να εφαρμοστεί με επιτυχία στο πλέγμα της φαρμακευτικής πολιτικής. Στο πλαίσιο αυτό, εφόσον επιλέγουμε να υιοθετήσουμε ένα σύστημα χαμηλών τιμών, θα πρέπει ταυτόχρονα να είμαστε έτοιμοι να δεχθούμε το γεγονός ότι μέτρα με αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα - όπως π.χ. η διαμόρφωση τιμών αναφοράς και η επιστροφή rebate από τις φαρμακευτικές εταιρείες προς τα ταμεία - προσκρούουν στην απόλυτη πραγματικότητα που θέτουν, αφενός τo κόστος παραγωγής για τις εγχώριες φαρμακοβιομηχανίες και αφετέρου η απροθυμία κυκλοφορίας στη χώρα πρωτότυπων και συχνά απαραίτητων φαρμάκων, προκειμένου να μην διαταραχθούν οι τιμές οε ευρωπαϊκό επίπεδο μέσω του συστήματος εξωτερικών τιμών αναφοράς.
Πιο απλά, στη μία περίπτωση το φάρμακο κρίνεται ασύμφορο να παραχθεί και αποσύρεται αφού η τιμή του είναι χαμηλότερη από τo κόστος και στην άλλη περίπτωση οι πολυεθνικές φαρμακοβιομηχανίες ίσως επιλέγουν να μην κυκλοφορήσουν ένα φάρμακο στη χώρα μας προκειμένου να μην επηρεάσουν τις τιμές σε άλλες μεγαλύτερες και σαφώς αημαντικοτερες αγορές.
Και στις δύο περιπτώσεις χαμένοι είναι τελικά η πολιτεία και ο Ελληνας ασθενής που κινδυνεύει αφενός να στερηθεί την πρόσβαση σε καινοτόμα φάρμακα με σαφές θεραπευτικό όφελος και αφετέρου να υποχρεωθεί να καλύψει θεραπευτικές ανάγκες μέσω της εισαγωγής φαρμάκων σε ακριβότερες τιμές από αυτές που θα μπορούσαν να προσφερθούν από τα εγχωρίως παραγόμενα φάρμακα.
Η δεύτερη περίπτωση θέτει επί τάπητος και το θέμα της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας. Η προστιθέμενη αξία και η σημασία ύπαρξης εγχώριων μονάδων σε ένα τόσο ζωτικό κομμάτι της οικονομικής ζωής είναι αδιαμφισβήτητη, ιδιαίτερα στην παρούσα συγκυρία.
Με το κατάλληλο μίγμα πολιτικών, ο εγχώριος παραγωγικός ιστός θα μπορούσε να αναλάβει ουσιαστικό ρόλο στην αντιμετώπιση της αύξηοης της φαρμακευτικής δαπάνης στη χώρα μας, επιτυγχάνοντας ουσιαστική ανάσχεση των ρυθμών υποκατάστασης. Η ελληνική φαρμακοβιομηχανία παράγει κυρίως γενόσημα φάρμακα και έχει επανειλημμένα δηλώσει την απόφασή της να συμβάλει ουσιαστικά στον εξορθολογιομό της αγοράς και στην προσπάθεια μείωσης της δαπάνης. Συνεπώς, τo δίλημμα είναι σαφώς πολιτικό, όπως πολιτική είναι και η απόφαση για το εάν η Ελλάδα του αύριο θα περιλαμβάνει την ελληνική φαρμακοβιομηχανία ή όχι.
Ομως η συμπίεση των τιμών αποκτά και μία άλλη ίσως πιο επικίνδυνη διάσταση, αυτή της ολιγοπωλιακής συγκέντρωσης της φαρμακευτικής αγοράς σε ευρωπαϊκό επίπεδο, γεγονός που επισημαίνεται και σε πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Η πολιτική χαμηλών τιμών ανοίγει διάπλατα τις πόρτες για την υποταγή των ευρωπαϊκών αγορών στις πολυεθνικές των γενοσήμων, εξέλιξη που σημαίνει το τέλος των εθνικών φαρμακοβιομηχανιών.
Η έκθεση καταλήγει με τη σύσταση προς τις εθνικές κυβερνήσεις των μελών της EE να εκτιμήσουν συνολικά τους κινδύνους από μία τέτοια εξέλιξη.
Η πολιτεία, μετά την εξαντλητική χρήση του εργαλείου των τιμών, από σήμερα κιόλας, οφείλει να εστιάσει οτα υπόλοιπα δομικά στοιχεία που συγκροτούν το πλέγμα της φαρμακευτικής πολιτικής, προωθώντας παράλληλα τις απαραίτητες προϋποθέσεις ανάπτυξης που τόσο έντονα χρειάζεται η χώρα.
Ο κ Μάρκος Ολλανδέζος είναι γενικός διευθυντής της Πανελλήνιας Ενωσης Φαρμακοβιομηχανίας (ΠΕΦ)
Πηγή: Εφημερίδα Το Κέρδος (ειδική έκδοση)
Του Μάρκου Ολλανδέζου
Η πρόσφατη ανατιμολόγηοη με τnv έκδοση του δελτίου τιμών επαναφέρει στο προσκήνιο τη συζήτηση για την αποτελεσματικότητα των μέτρων συγκράτησης της φαρμακευτικής δαπάνης.
Πράγματι, η ρύθμιση των τιμών των φαρμάκων αποτελεί ελκυστικό μέτρο για την πολιτεία, αφού είναι σε θέση να φέρει απτό αποτέλεσμα από την επόμενη ημέρα εφαρμογής του. Υπό αυτή την έννοια η σπουδή της πολιτείας για τον καθορισμό όσο το δυνατόν χαμηλότερων τιμών αποκτά σαφές περιεχόμενο. Ομως το μέτρο της μείωσης των τιμών χάνει τnv αποτελεσματικότητά του αν ειδωθεί σε ευρύτερα πλαίσια. Και αυτό συμβαίνει για τους εξής λόγους:
Πρώτον, η φαρμακευτική πολιτική περιλαμβάνει ένα πλέγμα ρυθμίσεων όπου η τιμολόγηση αποτελεί ένα στοιχείο. Στον βαθμό λοιπόν που δεν ελέγχεται π.χ. η κατανάλωση, η ρύθμιση του επιπέδου τιμών δεν έχει τόσο σημασία. Επίσης, αυτό που θα πρέπει να απασχολεί την πολιτεία είναι όχι η τιμή του φαρμάκου αλλά σε ποια τιμή προμηθεύονται φάρμακα ταμεία και νοσοκομεία.
Δεύτερον, η συμπίεση των τιμών σε επίπεδα Ρουμανίας και Βουλγαρίας, υπονομεύει την αποτελεσματικότητα κάθε άλλου μέτρου που θα μπορούσε να εφαρμοστεί με επιτυχία στο πλέγμα της φαρμακευτικής πολιτικής. Στο πλαίσιο αυτό, εφόσον επιλέγουμε να υιοθετήσουμε ένα σύστημα χαμηλών τιμών, θα πρέπει ταυτόχρονα να είμαστε έτοιμοι να δεχθούμε το γεγονός ότι μέτρα με αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα - όπως π.χ. η διαμόρφωση τιμών αναφοράς και η επιστροφή rebate από τις φαρμακευτικές εταιρείες προς τα ταμεία - προσκρούουν στην απόλυτη πραγματικότητα που θέτουν, αφενός τo κόστος παραγωγής για τις εγχώριες φαρμακοβιομηχανίες και αφετέρου η απροθυμία κυκλοφορίας στη χώρα πρωτότυπων και συχνά απαραίτητων φαρμάκων, προκειμένου να μην διαταραχθούν οι τιμές οε ευρωπαϊκό επίπεδο μέσω του συστήματος εξωτερικών τιμών αναφοράς.
Πιο απλά, στη μία περίπτωση το φάρμακο κρίνεται ασύμφορο να παραχθεί και αποσύρεται αφού η τιμή του είναι χαμηλότερη από τo κόστος και στην άλλη περίπτωση οι πολυεθνικές φαρμακοβιομηχανίες ίσως επιλέγουν να μην κυκλοφορήσουν ένα φάρμακο στη χώρα μας προκειμένου να μην επηρεάσουν τις τιμές σε άλλες μεγαλύτερες και σαφώς αημαντικοτερες αγορές.
Και στις δύο περιπτώσεις χαμένοι είναι τελικά η πολιτεία και ο Ελληνας ασθενής που κινδυνεύει αφενός να στερηθεί την πρόσβαση σε καινοτόμα φάρμακα με σαφές θεραπευτικό όφελος και αφετέρου να υποχρεωθεί να καλύψει θεραπευτικές ανάγκες μέσω της εισαγωγής φαρμάκων σε ακριβότερες τιμές από αυτές που θα μπορούσαν να προσφερθούν από τα εγχωρίως παραγόμενα φάρμακα.
Η δεύτερη περίπτωση θέτει επί τάπητος και το θέμα της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας. Η προστιθέμενη αξία και η σημασία ύπαρξης εγχώριων μονάδων σε ένα τόσο ζωτικό κομμάτι της οικονομικής ζωής είναι αδιαμφισβήτητη, ιδιαίτερα στην παρούσα συγκυρία.
Με το κατάλληλο μίγμα πολιτικών, ο εγχώριος παραγωγικός ιστός θα μπορούσε να αναλάβει ουσιαστικό ρόλο στην αντιμετώπιση της αύξηοης της φαρμακευτικής δαπάνης στη χώρα μας, επιτυγχάνοντας ουσιαστική ανάσχεση των ρυθμών υποκατάστασης. Η ελληνική φαρμακοβιομηχανία παράγει κυρίως γενόσημα φάρμακα και έχει επανειλημμένα δηλώσει την απόφασή της να συμβάλει ουσιαστικά στον εξορθολογιομό της αγοράς και στην προσπάθεια μείωσης της δαπάνης. Συνεπώς, τo δίλημμα είναι σαφώς πολιτικό, όπως πολιτική είναι και η απόφαση για το εάν η Ελλάδα του αύριο θα περιλαμβάνει την ελληνική φαρμακοβιομηχανία ή όχι.
Ομως η συμπίεση των τιμών αποκτά και μία άλλη ίσως πιο επικίνδυνη διάσταση, αυτή της ολιγοπωλιακής συγκέντρωσης της φαρμακευτικής αγοράς σε ευρωπαϊκό επίπεδο, γεγονός που επισημαίνεται και σε πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Η πολιτική χαμηλών τιμών ανοίγει διάπλατα τις πόρτες για την υποταγή των ευρωπαϊκών αγορών στις πολυεθνικές των γενοσήμων, εξέλιξη που σημαίνει το τέλος των εθνικών φαρμακοβιομηχανιών.
Η έκθεση καταλήγει με τη σύσταση προς τις εθνικές κυβερνήσεις των μελών της EE να εκτιμήσουν συνολικά τους κινδύνους από μία τέτοια εξέλιξη.
Η πολιτεία, μετά την εξαντλητική χρήση του εργαλείου των τιμών, από σήμερα κιόλας, οφείλει να εστιάσει οτα υπόλοιπα δομικά στοιχεία που συγκροτούν το πλέγμα της φαρμακευτικής πολιτικής, προωθώντας παράλληλα τις απαραίτητες προϋποθέσεις ανάπτυξης που τόσο έντονα χρειάζεται η χώρα.
Ο κ Μάρκος Ολλανδέζος είναι γενικός διευθυντής της Πανελλήνιας Ενωσης Φαρμακοβιομηχανίας (ΠΕΦ)
Πηγή: Εφημερίδα Το Κέρδος (ειδική έκδοση)