ΡΟΗ

6/recent/ticker-posts

Πρόεδρος ΕΟΦ: Το νομοσχέδιο για την Υγεία, καλό μεν, αλλά...

Μάλλον ο πρόεδρος του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων σιχάθηκε την προχειρότητα και την έλλειψη οργάνωσης και γράφει, ευγενικά μεν αλλά κατακρίνει το νομοσχέδιο.

Το νομοσχέδιο για την Υγεία: καλό μεν, αλλά...
 Το v/σ για την Υγεία που κατατέθηκε πρόσφατα στη Βουλή, επιχειρεί σημαντικές και αναγκαίες τομές για τον εξορθολογισμό του συστήματος Υγείας στη χώρα μας και ιδιαίτερα στους κρίσιμους τομείς των κλάδων Υγείας, του φαρμάκου και των προμηθειών. Η υπαγωγή των κλάδων Υγείας στην αρμοδιότητα του υπουργείου Υγείας, η ένταξη των νοσοκομείων του ΙΚΑ στο ΕΣΥ, η ενοποίηση των παροχών Υγείας της κοινωνικής ασφάλισης, η συγκέντρωση της συνολικής ευθύνης για το φάρμακο στο υπουργείο Υγείας, καθώς και ο εκσυγχρονισμός του συστήματος προμηθειών έρχονται να θεραπεύσουν κρίσιμες παθογένειες του ελληνικού συστήματος Υγείας.

Για την επίτευξη όμως των αναγκαίων αλλαγών θα χρειαστεί μέσα από τον κοινοβουλευτικό διάλογο και τη νομοπαρασκευαστική διαδικασία να αποσαφηνιστούν, να συγκεκριμενοποιηθούν και σε ορισμένες περιπτώσεις να βελτιωθούν ορισμένα ζητήματα που θέτει το ν/σ.
Πρώτα απ' όλα o προτεινόμενος Εθνικός Οργανισμός Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (ΕΟΠΥΥ) θα ήταν καλύτερα να τελεί υπό την εποπτεία μόνο του υπουργείου Υγείας, γιατί n εποπτεία και από το υπουργείο Εργασίας θα δυσκολέψει το έργο του, όπως έχει διαπιστωθεί κατ' επανάληψη στο παρελθόν σε ανάλογες περιπτώσεις συναρμοδιότητας υπουργείων.
Η ένταξη στον Οργανισμό του κλάδου Υγείας και των μονάδων Υγείας των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης θα δημιουργήσει διοικητικά και λειτουργικά προβλήματα. Το ζητούμενο εδώ και χρόνια είναι να υπάρξει, σύμφωνα και με τη διεθνή εμπειρία, διαχωρισμός των αγοραστών (ταμεία) από τους προμηθευτές (μονάδες Υγείας) για να μπορούν οι πρώτοι να συμβάλλονται με τους δεύτερους με κριτήρια κόστους και ποιότητας, είτε πρόκειται για το δημόσιο είτε για τον ιδιωτικό τομέα υπηρεσιών Υγείας. Τα Ταμεία μπορούν να ασκούν κοινές πολιτικές Υγείας, συγκροτώντας για τον σκοπό αυτό ξεχωριστό Οργανισμό, όπως σωστά προβλέπει το ν/σ, αν και η επιλογή Κοινοπραξίας, σχήμα πολύ πιο ευέλικτο και με πολύ μικρότερο διοικητικό και οικονομικό κόστος, θα προσέφερε περισσότερα πλεονεκτήματα.
Οι δε μονάδες Υγείας των Ταμείων θα μπορούσαν να συγκροτήσουν ξεχωριστό φορέα, ο οποίος αφενός θα συμβάλλεται με τα Ταμεία και αφετέρου θα συμμετέχει μαζί με τους άλλους προμηθευτές Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας σε περιφερειακά και τοπικά συστήματα Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ). Γενικότερα, το θέμα της ΠΦΥ είναι ένα πολύ κρίσιμο, αλλά και ιδιαίτερα σύνθετο ζήτημα για να αντιμετωπίζεται χωρίς πολύπλευρη εμβάθυνση και χωρίς να προβλέπεται έστω και στρατηγικά η εμπλοκή των νέων περιφερειών και δήμων, για τους οποίους η πρόσφατη «καλλικράτεια» νομοθεσία κληροδοτεί το σύνολο της σχετικής ευθύνης. Ισως, θα ήταν καλύτερα το ζήτημα της ΠΦΥ να τεθεί σφαιρικά σε ξεχωριστή νομοθετική ρύθμιση στο άμεσο μέλλον.
Εκτός όμως από τη γενικότερη αυτή ένσταση, η προτεινόμενη στο νομοσχέδιο ανάληψη του συντονισμού της ΠΦΥ, από τον ΕΟΠΥΥ παρουσιάζει δύο σημαντικές αδυναμίες. Δεν μπορεί ένας φορέας, που θα έχει δικαιοδοσίες μόνο σε έναν εκ των βασικών προμηθευτών της ΠΦΥ, να συντονίζει τους υπόλοιπους, όπως τα Κέντρα Υγείας του ΕΣΥ, τα οποία υπάγονται στις αρμοδιότητες των νοσοκομείων και των υγειονομικών περιφερειών. Ούτε έχει νόημα ο συντονιστικός αυτός ρόλος να επεκτείνεται σε πολλούς χρήστες της ΠΦΥ που δεν θα είναι ασφαλισμένοι στα Ταμεία που συγκροτούν τον ΕΟΠΥΥ.
Σε ό,τι αφορά το φάρμακο, οι προτεινόμενες ρυθμίσεις για το άνοιγμα του επαγγέλματος των φαρμακοποιών κινούνται στη σωστή κατεύθυνση, αλλά επειδή οι περισσότερες από τις ρυθμίσεις αυτές είναι ήσσονος σημασίας, πιστεύω ότι υπάρχουν ακόμα περιθώρια διαλόγου, προκειμένου να αποκατασταθεί η αναγκαία ηρεμία στην αγορά του φαρμάκου.
Βέβαια, η αγορά το φαρμάκου πάσχει από πολλές στρεβλώσεις.
Τα δε αναγκαία αλλά αποσπασματικά μέτρα που πήρε η πολιτεία τον τελευταίο χρόνο για τη μείωση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης, πέτυχαν μεν τον στόχο τους, αλλά προκάλεσαν επιπλέον παρενέργειες, όπως οι πρόσφατες ελλείψεις. To πρόβλημα των ελλείψεων θέτει επί τάπητος την ανάγκη επανεξέτασης της τιμολογιακής πολιτικής που ακολουθείται και ένταξής της στο πλαίσιο μιας εθνικής πολιτικής για το φάρμακο. Μόνο μια σχεδιασμένη πολιτική, που να απαντά συνεκτικά στο σύνολο των προβλημάτων θα μπορέσει να εξορθολογίσει την αγορά του φαρμάκου με συμμάχους και όχι αντιπάλους τους κοινωνικούς εταίρους.
Τέλος, το προτεινόμενο σύστημα προμηθειών διαιωνίζει, παρά τις ενδιαφέρουσες καινοτομίες που εισάγει, τη συγκεντρωτική δομή και γραφειοκρατική διαδικασία που καθιερώθηκε προ διετίας και η οποία δύσκολα μπορεί να ανταποκριθεί στις πιεστικές και μεταβαλλόμενες ανάγκες προμηθειών των νοσοκομείων. Διεθνώς, το σύγχρονο μάνατζμεντ ιδιωτικών, αλλά και δημοσίων νοσοκομείων μεταφέρει ολοένα και περισσότερες αρμοδιότητες στα ίδια τα νοσοκομεία, με προεξάρχουσες αυτές της διαχείρισης των ανθρώπινων και υλικών πόρων.
Για τον λόγο αυτό, θα πρέπει να δίνεται μεγαλύτερη ευχέρεια για την υλοποίηση διαγωνισμών από τα ίδια τα νοσοκομεία, πάντα εντός των ορίων του ετήσιου προγραμματισμού τους και σύμφωνα με τις προδιαγραφές και τις ανώτερες τιμές, που θα τίθενται από τις περιφερειακές αρχές ή κεντρικά από το υπουργείο Υγείας.
Εφόσον, βέβαια, εξασφαλιστούν αξιόπιστες και ικανές διοικήσεις, αλλά και επαρκείς διαχειριστικοί μηχανισμοί στα δημόσια νοσοκομεία.

*0 κ. Γιάννης Τούντας είναι αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνικής Ιατρικής και πρόεδρος ίου ΕΟΦ.