Ευρωπαϊκή Ένωση και Υγεία
Με αφορμή την απόφαση ΔΕΚ της 5ης Οκτωβρίου 2010, Επιτροπή κατά Γαλλίας.
Με αφορμή την απόφαση ΔΕΚ της 5ης Οκτωβρίου 2010, Επιτροπή κατά Γαλλίας.
Ι.Η κλιμακούμενη εδραίωση στη συνείδηση των πολιτών των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ότι συνιστούν πολίτες της εν λόγω ενώσεως που αντλούν ευθέως δικαιώματα από το κοινοτικό δίκαιο, δυνάμενοι, μεταξύ άλλων, να παρέχουν και να αναζητούν υπηρεσίες υγείας στα διάφορα κράτη-μέλη της, σε συνδυασμό με τη διαφορετικότητα του είδους των υπηρεσιών υγείας που παρέχονται στα διάφορα κράτη, έχει αυξήσει σημαντικά τον αριθμό των περιπτώσεων της προγραμματισμένης περιθάλψεως, δηλαδή της περιθάλψεως στην οποία προτίθεται να προβεί ο ασφαλισμένος σε άλλο κράτος-μέλος[1]. Για το λόγο αυτό, βρίσκεται σε τελικό πλέον στάδιο η έκδοση κοινοτικής οδηγίας για τα δικαιώματα των ασθενών στη διασυνοριακή υγειονομική περίθαλψη, ενώ το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων καλείται ολοένα και συχνότερα να κρίνει τη νομιμότητα των εθνικών περιορισμών που θέτουν τα κράτη, όσον αφορά την κάλυψη από τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης των δαπανών υγειονομικής περίθαλψης που παρέχεται σε άλλο κράτος από αυτό του κράτους ασφάλισης.
Η νομιμότητα των επιβαλλόμενων υπηρεσιών κρίνεται υπό το φως της – κατά το κοινοτικό δίκαιο- έννομης φύσης των υγειονομικών υπηρεσιών ως υπηρεσιών που εμπίπτουν, καταρχάς, στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, και ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για νοσοκομειακές ή εξωνοσοκομειακές υπηρεσίες.
Η προϋπόθεση της προηγούμενης εγκρίσεως από τον κοινωνικοασφαλιστικό φορέα του κράτους ασφαλίσεως της παροχής υγειονομικών υπηρεσιών σε άλλο κράτος δύναται να κριθεί ως συμβατή με την επιταγή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, εφόσον λόγοι προγραμματισμού αναγόμενοι, αφενός, στη διασφάλιση εντός του κράτους ασφαλίσεως επαρκούς και διαρκούς προσβάσεως σε ένα ισόρροπο φάσμα ποιοτικής περίθαλψης και, αφετέρου, στη βούληση να διασφαλίζεται η συγκράτηση των εξόδων και να αποφεύγεται, κατά το μέτρο του δυνατού, κάθε σπατάλη οικονομικών, τεχνικών και ανθρωπίνων πόρων μπορούν να τη δικαιολογήσουν.
ΙΙ. Ιδιαίτερη κατηγορία υγειονομικών υπηρεσιών συνιστά η χρήση βαρέος ιατρικού εξοπλισμού (π.χ. Pet scanner, MRI scanner, υπερβαρικοί θάλαμοι, κυκλοτρόνια για ιατρική χρήση, για την διάγνωση και τη θεραπεία νόσων όπως ο καρκίνος, η νόσος των δυτών κλπ.), η εγκατάσταση του οποίου - ανεξαρτήτως αν πρόκειται να γίνει σε χώρο εντός ή εκτός νοσοκομείου- μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο πολιτικής προγραμματισμού, π.χ. όσον τον αριθμό και τη γεωγραφική κατανομή του, και τούτο με σκοπό τη συμβολή στη διασφάλιση της προσφοράς ορθολογικής, σταθερής, ισόρροπης και προσιτής περιθάλψεως σύγχρονων προδιαγραφών, αλλά και προς αποφυγή, στο μέτρο του δυνατού, οποιασδήποτε σπατάλης οικονομικών, τεχνικών και ανθρώπινων πόρων.
Κατά το παρόν στάδιο εναρμόνισης των νομοθεσιών των κρατών-μελών για την υγειονομική περίθαλψη είναι νόμιμοι οι περιορισμοί που προβλέπουν τα εθνικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης για την παροχή υγειονομικών υπηρεσιών σε άλλο κράτος-μέλος, όταν πρόκειται για υπηρεσίες που συνδέονται με τη χρήση ιατρικού πολυδάπανου ιατρικού εξοπλισμού, ο οποίος χρηματοδοτείται από το κράτος ασφαλίσεως, και η παροχή τους θα μπορούσε να οδηγήσει σε μειωμένη χρήση του εν λόγω εγκατεστημένου εξοπλισμού στο κράτος-ασφάλισης και σε υπέρμετρη επιβάρυνση του προϋπολογισμού κοινωνικής ασφάλισης.
Περιορισμό υπό την ανωτέρω έννοια συνιστά και η θέσπιση διαδικασίας προηγούμενης διοικητικής έγκρισης της παροχής υπηρεσιών υγείας σε άλλο κράτος από το κράτος ασφάλισης, η οποία ως τέτοιος είναι θεμιτός, εφόσον:
α) Στηρίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια, ώστε να δύναται να ελεγχθεί η νομιμότητα της εκτίμησης των κρατών-μελών.
β) Δεν εισάγει διακρίσεις εκ των προτέρων.
γ) Η διοικητική διαδικασία της εγκρίσεως περατώνεται μέσα σε εύλογη προθεσμία.
δ) Η εγκριτική διαδικασία διέπεται από τις αρχές της αντικειμενικότητας και της αμεροληψίας.
ε) Προβλέπεται η δυνατότητα άσκησης προσφυγής κατά της άρνησης της τυχόν απόρριψης της αιτηθείσας εγκρίσεως.
Στην περίπτωση δε, που το κράτος ασφαλίσεως εγκρίνει την παροχή υγειονομικών υπηρεσιών σε άλλος κράτος-μέλος, οφείλει να καλύψει την ιατρική δαπάνη στο ίδιο ποσοστό με αυτό που θα την κάλυπτε αν η ίδια υγειονομική υπηρεσία παρεχόταν στο κράτος ασφάλισης, ακόμη και αν το σύστημα ασφάλισης του κράτους στο οποίο παρέχεται η υγειονομική υπηρεσία προβλέπει μικρότερο ποσοστό κάλυψης. Το αποδιδόμενο ποσό δεν θα υπερκαλύπτει, βέβαια, το πράγματι καταβληθέν από τον ασφαλισμένο χρηματικό ποσό.
Δεν δύνανται, συνεπώς, τα κράτη-μέλη να απαγορεύουν a priori και συλλήβδην τηνπρογραμματισμένη υγειονομική περίθαλψη σε άλλο κράτος, και έχουν την υποχρέωση να αιτιολογούν ειδικά και με αντικειμενικά κριτήρια τις τυχόν επιβαλλόμενες προϋποθέσεις και απαγορεύσεις, και δη δύναται να τις επιβάλλουν για λόγους αναγόμενους στη διασφάλιση της βιωσιμότητας του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης ή όταν πρόκειται για υγειονομικές υπηρεσίες που συνδέονται με τη χρήση ιατρικού εξοπλισμού, ο οποίος έχει αποτελέσει αντικείμενο προγραμματισμού από μέρους του κράτους για τη διασφάλιση επαρκούς και διαρκούς προσβάσεως του ασφαλισμένου ασθενούς σε ένα ισόρροπο φάσμα ποιοτικής περίθαλψης.
[1] Εντελώς διαφορετική είναι η περίπτωση της «αιφνίδιας περιθάλψεως», ήτοι της περιθάλψεως που καθίσταται αναγκαία κατά τη διάρκεια της προσωρινής διαμονής του ασφαλισμένου σε άλλο κράτος-μέλος, καθώς και η περίπτωση που λόγοι αναγόμενοι στην κατάσταση της υγείας του ασφαλισμένου ή στον επείγοντα χαρακτήρα της περιθάλψεως.